- σφύρο
- τοκυρίως στον πληθ., σφυρά, τα οι αστράγαλοι, προεξοχές στο κάτω μέρος της κνήμης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφυρό — το / σφυρόν, ΝΜΑ καθεμιά από τις οστεώδεις προεξοχές τού κάτω άκρου τού οστού τής κνήμης και τής περόνης από τις οποίες η έσω, που είναι και παχύτερη, αποτελεί απόφυση τού κυρίως κνημικού οστού, ενώ η έξω, που είναι και πιο λεπτή, αποτελεί… … Dictionary of Greek
αγκυλοκοπώ — ἀγκυλοκοπῶ ( έω) (Μ) προκαλώ αναπηρία σε κάποιον κόβοντάς του τον τένοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + κατάληξη κοπῶ (πρβλ. γλεντοκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.), από παρασύνθ. σέ κοπώ (βωλο κοπώ, σφυρο κοπώ κ.ά.), σχηματισμένα από σύνθετα σε κόπος] … Dictionary of Greek
θαλασσοκοπώ — θαλασσοκοπῶ, αττ. τ. θαλαττοκοπῶ, έω (Α) χτυπώ, δέρνω τη θάλασσα, ματαιολογώ, λέω άσκοπα και θορυβώδη λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο κοπώ, σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek
καρδιοκοπώ — καρδιοκοπῶ (Μ) οδύρομαι από τα βάθη τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + κοπῶ (< κόπος < κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek
κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… … Dictionary of Greek
κυνοκοπώ — κυνοκοπῶ, έω (Α) ξυλοκοπώ κάποιον, δέρνω κάποιον σαν να ήταν σκυλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο κοπώ, σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek
κυρτοπέλεκυ — ο είδος πελέκεως με κυρτό σιδερένιο έλασμα, τον οποίο χρησιμοποιούν οι ξυλοκόποι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + πέλεκυς (πρβλ. σφυρο πέλεκυς)] … Dictionary of Greek
λοξοτομώ — τέμνω κάτι λοξά, λοξοτέμνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. λοξῶς + τομῶ (< τόμος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινο τομώ, σφυρο τομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν τής ελληνικής γλώσσης τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
οστοδέτης — ὀστοδέτης, ὁ (Α) εμπειρικός γιατρός ειδικός στα κατάγματα και στις εξαρθρώσεις οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + δέτης (< δέω «δένω»), πρβλ. σφυρο δέτης] … Dictionary of Greek
πασσαλοκοπώ — έω, αττ. τ. πατταλοκοπώ, Α μπήγω πασσάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσαλος + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. σφυρο κοπώ] … Dictionary of Greek